Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γονιμώδης — γονιμώδης, ες (Α) καρποφόρος, εύφορος … Dictionary of Greek
γονιμώδεα — γονιμώδης fruitful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γονιμώδης fruitful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)